- χαλκέμβολοι
- χαλκέμβολοςwith brazen beakmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαλκέμβολος — ον, και ποιητ. τ. θηλ. χαλκεμβολάς, άδος, Α 1. (για πολεμικό άρμα και πλοίο) εφοδιασμένος με χάλκινο έμβολο (α. «χαλκέμβολοι ἀπῆναι», Δίον. Αλ. β. «μακρᾷ νηϊ και χαλκεμβόλῳ», Πλούτ. γ. «ναῶν χαλκεμβολάδων», Ευ ρ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χαλκέμβολος … Dictionary of Greek